..Ύστερα το σπίτι έκλεισε οριστικά.
Σκόνη του χρόνου στην όμορφη σκαλιστή πόρτα και στα κλειστά παραθυρόφυλλα που σάπιζαν από το κρύο και τη βροχή κι έμπαινε ο άνεμος σφυρίζοντας τις κρύες νύχτες.
...Ύστερα πάνω στην πόρτα μπήκε αυτή η απαίσια πινακίδα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» Αλλά κανείς δεν θέλει αυτό το σπίτι.
Είναι πολύ μεγάλο.
Για να επισκευαστεί κοστίζει πάρα πολύ.
Κι έτσι περνούν τα χρόνια.
Δεν υπάρχουν άλλα δώρα για να ξετυλίξεις, ούτε οι υπέροχες ομελέτες της γιαγιάς και τα βραστά λαχανικά.
Όταν κλείνει το σπίτι των παππούδων βρισκόμαστε ενήλικες, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι ποτέ δεν σταματήσαμε να είμαστε παιδιά.
Φυσικά για τους παππούδες ήμασταν πάντα μικροί.
Εκείνοι είχαν πάντα έτοιμο τον καφέ να μας περιμένει.
Τις σοκολάτες και τα γλυκά.
Τώρα όλα τέλειωσαν όπως όλα κάποτε τελειώνουν.
Δεν υπάρχουν άλλα τραγούδια.
Ούτε σπιτικά ζυμαρικά πια.
Η γιαγιά δεν θα ψήνει πατάτες στη χόβολη για να της κλέβω μία πότε πότε.
Θεέ μου έφυγες τόσο νωρίς.
Ήθελα να φτιάχναμε εκείνες τις υπέροχες σάλτσες μαζί, θυμάσαι;
Και τις κουβεντούλες μας, μαζί με την τσικουδιά που έφτιαχνες.
Ήθελα να στοιβάξω ακόμα ξύλα μαζί σου παππού, σ' ευχαριστώ που με έμαθες.
Και ευχαριστώ για τα μαθήματα ζωής στην εξοχή και την κηπουρική.
...Τώρα όταν περνάω από εκείνο το σπίτι έχω πάντα την συνήθεια να παρκάρω και να χτυπάω εις μάτην το κουδούνι.
Θυμάμαι τις θυμωμένες φωνές της γιαγιάς όταν τα παιδιά ανέβαιναν την σκάλα και το χτυπούσαν παρατεταμένα.,«Δεν είναι τρόπος αυτός» τους φώναζε θυμωμένα από το κεφαλόσκαλο.
Λυπάμαι γιαγιά. Δεν θα ξαναχτυπήσω το κουδούνι. Το πολύ όταν σε φέρνω στο μυαλό μου να λέω ένα τραγούδι εκείνο που ο παππούς αγαπούσε πολύ.
Πηγή:
https://christianos777.wordpress.com
Κωνσταντίνος ΣΥΚΙΩΤΑΚΗΣ